- ιστοπλάσμωση
- Ασθένεια που οφείλεται σε έναν μύκητα του γένους Histoplasma, ο οποίος βρίσκεται στο χώμα, σε περιοχές μολυσμένες με περιττώματα πουλιών ή νυχτερίδων, και εκδηλώνεται συνήθως με υποκλινική (ασυμπτωματική) ή ήπια αναπνευστική λοίμωξη.
Η διάχυτη μορφή της, που προσβάλλει όλο το σώμα συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού νευρικού συστήματος, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσος, συχνή στους ασθενείς με AIDS.
* * *ηλοιμώδης νόσος την οποία προκαλεί το ιστόπλασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. histoplasmosis < histoplasm- (πρβλ. ἱστόπλασμα) + -osis (πρβλ. -ωσις)].
Dictionary of Greek. 2013.